- φαρσί
- Νεπίρρ. (ιδίως σχετικά με ξένη γλώσσα) στην εντέλεια, άπταιστα («μιλάει φαρσί τα αγγλικά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. farsi «περσικά», λόγω τού ότι οι Τούρκοι χρησιμοποιούν περσικές λ. για να διανθίσουν τον λόγο τους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρσί — επίρρ. τροπ. (λ. τουρκ.), τέλεια, στην εντέλεια, άπταιστα: Μιλάει τα αγγλικά φαρσί. – Είπε το μάθημα φαρσί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek